νηκτρίς

νηκτρίς
νηκτρίς, ἡ (Α)
βλ. νήκτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νηκτρίδες — νηκτρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήκτης — νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α) 1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής 2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. της (πρβλ. δέκ της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ + επίθημα τρίς (πρβλ. ψηκ τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • νέκτρια — η ζωολ. γένος ασκομυκήτων τής τάξης υποκρεώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nectria < νεολατ. nectria < νηκτρίς «κολυμβήτρια» < νήχω «κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”